Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /oˈɾi.zon.das/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐ρί‐ζο‐ντας

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
ορίζοντας: η νεότερη άκλιτη μετοχή

ορίζοντας άκλιτο

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ορίζων
ορίζοντας
η ορίζουσα το ορίζον
      γενική του ορίζοντος
ορίζοντα
της ορίζουσας
οριζούσης*
του ορίζοντος
    αιτιατική τον ορίζοντα την ορίζουσα το ορίζον
     κλητική ορίζων
ορίζοντα
ορίζουσα ορίζον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ορίζοντες οι ορίζουσες τα ορίζοντα
      γενική των οριζόντων των οριζουσών των οριζόντων
    αιτιατική τους ορίζοντες τις ορίζουσες τα ορίζοντα
     κλητική ορίζοντες ορίζουσες ορίζοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχοντας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
ορίζοντας: ορίζων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὁρίζων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ὁρίζω με νεότερη κατάληξη -οντας

ορίζοντας, -ουσα, -ον

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία 3

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ορίζοντας οι ορίζοντες
      γενική του ορίζοντα των οριζόντων
    αιτιατική τον ορίζοντα τους ορίζοντες
     κλητική ορίζοντα ορίζοντες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ορίζοντας < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό της μετοχής ορίζων με νεότερη κατάληξη < αρχαία ελληνική ὁρίζων (κύκλος), μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ὁρίζω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ορίζοντας αρσενικό

  1. η νοητή γραμμή που χωρίζει τον ουρανό από τη γη στο οπτικό πεδίο του παρατηρητή
  2. το οπτικό πεδίο του παρατηρητή
  3. (μεταφορικά) η πραγματικότητα γύρω μας σε μια δεδομένη στιγμή

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις ορίζω και όρος

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία