Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υδροφόρος ορίζοντας οι υδροφόροι ορίζοντες
      γενική του υδροφόρου ορίζοντα των υδροφόρων οριζόντων
    αιτιατική τον υδροφόρο ορίζοντα τους υδροφόρους ορίζοντες
     κλητική υδροφόρε ορίζοντα υδροφόροι ορίζοντες
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

→ δείτε τις λέξεις υδροφόρος και ορίζοντας λείπει η ετυμολογία

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

υδροφόρος ορίζοντας αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία