aquifer
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
aquifer | aquifers |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαaquifer (en)
- (γεωλογία) υπόγειος υδροφορέας, υδροφορέας
- υπόγειο στρώμα από πορώδη ή υδροπερατά υλικά που συγκρατεί το υπόγειο νερό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- phreatic zone, zone of saturation (υδροφόρος ορίζοντας, φρεατική ζώνη, ζώνη κορεσμού)