υδροφόρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υδροφόρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑδροφόρος (που κουβαλάει νερό, αρχικά, ως ουσιαστικό) < αρχαία ελληνική ὕδωρ, ὑδρο- (υδρο-) + -φόρος (< φέρω)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.ðɾoˈfo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐δρο‐φό‐ρος
Επίθετο επεξεργασία
υδροφόρος, -ος / -α, -ο
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις ύδωρ και φέρω
Μεταφράσεις επεξεργασία
υδροφόρος
Πηγές επεξεργασία
- υδροφόρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.