Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υδροφόρα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ὑδροφόρα
,
υδροφορία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
υδροφόρ
α
οι
υδροφόρ
ες
γενική
της
υδροφόρ
ας
των
υδροφόρ
ων
αιτιατική
την
υδροφόρ
α
τις
υδροφόρ
ες
κλητική
υδροφόρ
α
υδροφόρ
ες
Κατηγορία
όπως «
ελπίδα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
υδροφόρα
<
θηλυκό
του
υδροφόρος
<
αρχαία ελληνική
ὑδροφόρος
<
ὕδωρ
+
φέρω
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
i.ðɾoˈfo.ɾa
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
υδροφόρα
θηλυκό
όχημα
που μεταφέρει
νερό
πλοίο
μεταφοράς νερού
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
υδροφόρος
,
ύδωρ
και
φέρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υδροφόρα
αγγλικά
:
water wagon
(en)
γερμανικά
:
Tankwagen
(de)
(
für
Wasser
)