• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

υδροφόρα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : ὑδροφόρα, υδροφορία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υδροφόρα οι υδροφόρες
      γενική της υδροφόρας των υδροφόρων
    αιτιατική την υδροφόρα τις υδροφόρες
     κλητική υδροφόρα υδροφόρες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υδροφόρα < θηλυκό του υδροφόρος < αρχαία ελληνική ὑδροφόρος < ὕδωρ + φέρω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.ðɾoˈfo.ɾa/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υδροφόρα θηλυκό

  1. όχημα που μεταφέρει νερό
  2. πλοίο μεταφοράς νερού

Συγγενικές λέξεις επεξεργασία

  • → δείτε τις λέξεις υδροφόρος, ύδωρ και φέρω

  Μεταφράσεις επεξεργασία

    υδροφόρα
  • αγγλικά : water wagon (en)
  • γερμανικά : Tankwagen (de) (für Wasser)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=υδροφόρα&oldid=5523167"
Τελευταία επεξεργασία στις 4 Φεβρουαρίου 2022, στις 17:04

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 4 Φεβρουαρίου 2022, στις 17:04.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας