Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οριζοντιωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
οριζοντιωμέν
ος
η
οριζοντιωμέν
η
το
οριζοντιωμέν
ο
γενική
του
οριζοντιωμέν
ου
της
οριζοντιωμέν
ης
του
οριζοντιωμέν
ου
αιτιατική
τον
οριζοντιωμέν
ο
την
οριζοντιωμέν
η
το
οριζοντιωμέν
ο
κλητική
οριζοντιωμέν
ε
οριζοντιωμέν
η
οριζοντιωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
οριζοντιωμέν
οι
οι
οριζοντιωμέν
ες
τα
οριζοντιωμέν
α
γενική
των
οριζοντιωμέν
ων
των
οριζοντιωμέν
ων
των
οριζοντιωμέν
ων
αιτιατική
τους
οριζοντιωμέν
ους
τις
οριζοντιωμέν
ες
τα
οριζοντιωμέν
α
κλητική
οριζοντιωμέν
οι
οριζοντιωμέν
ες
οριζοντιωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
οριζοντιωμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
οριζοντιώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οριζοντιωμένος