ορίζουσα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ορίζουσα < ορίζω < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική déterminant
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ορίζουσα θηλυκό
- (μαθηματικά) συνάρτηση που δίνει το αλγεβρικό άθροισμα τετραγωνικού πίνακα ή μήτρας.
- (ειδικότερα) ο πίνακας ή το αλγεβρικό άθροισμά του που μας χρησιμοποιείται για να βρεθούν οι λύσεις μιας εξίσωσης νιοστού βαθμού
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ορίζουσα