croissant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | croissant | croissants |
θηλυκό | croissante | croissantes |
croissant (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
croissant | croissants |
croissant (fr) αρσενικό
- το κρουασάν