κρουασάν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κρουασάν < (άμεσο δάνειο) γαλλική croissant, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος croître < λατινική cresco (μεγαλώνω, αυξάνομαι, γίνομαι) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ker- (αυξάνω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kɾu.aˈsan/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρου‐α‐σάν
Ουσιαστικό
επεξεργασίακρουασάν ουδέτερο άκλιτο
- (γαστρονομία) γεμιστό αρτοσκεύασμα σε σχήμα μισοφέγγαρου
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- κρουασάν στη Βικιπαίδεια