Ετυμολογία

επεξεργασία
cresco < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ker- (αυξάνω). Συγγενές με τα (λατινικά) creo, Ceres, (αρχαία ελληνική) κόρη, κούρος και (παλαιά αρμενικά) սերիմ (serim, γεννιέμαι).

cresco (la)

  1. γίνομαι, φύομαι
  2. αυξάνομαι
  3. ψηλώνω

Αντώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία