Ετυμολογία

επεξεργασία
κρεσέντο < (άμεσο δάνειο) ιταλική crescendo < λατινική crescendum < cresco (αυξάνω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɾeˈsen.do/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κρεσέντο και κρετσέντο ουδέτερο, μόνο στον ενικό άκλιτο

  1. (μουσική) η βαθμιαία αύξηση της έντασης ενός μουσικού κομματιού
  2. (συνεκδοχικά) το μέρος του μουσικού κομματιού όπου αυξάνεται βαθμιαία η ένταση
  3. (μεταφορικά) η αύξηση της δύναμης με σταθερό τρόπο, ώστε να παρατηρείται κορύφωση σε κάποιο υψηλό σημείο

  Επίρρημα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία