κορύφωση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κορύφωση < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κορύφωση θηλυκό
- το φτάσιμο στο κορυφαίο σημείο μιας σειράς γεγονότων, μιας πράξης κλπ
- η αποψινή συναυλία ήταν η κορύφωση των εορταστικών εκδηλώσεων
- η κορύφωση του ερωτικού πάθους
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κορύφωση