κορύφωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κορύφωση | οι | κορυφώσεις |
γενική | της | κορύφωσης* | των | κορυφώσεων |
αιτιατική | την | κορύφωση | τις | κορυφώσεις |
κλητική | κορύφωση | κορυφώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κορυφώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κορύφωση< (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κορύφω(σις) + -ση < κορυφόω / κορυφῶ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /koˈɾi.fo.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐ρύ‐φω‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίακορύφωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κορυφώνω, η άφιξη στο κορυφαίο σημείο μιας σειράς γεγονότων, μιας ενέργειας κλπ.
- ⮡ η αποψινή συναυλία ήταν η κορύφωση των εορταστικών εκδηλώσεων
- ⮡ η κορύφωση του ερωτικού πάθους
- (ειδικότερα) το εντονότερο σημείο ενός έργου τέχνης, συνήθως κοντά στην χρυσή τομή του χρόνου του
- ⮡ η Ωδή στην Χαρά εκκινεί την κλιμάκωση που φθάνει στην κορύφωση της Ενάτης Συμφωνίας του Μπετόβεν
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη κορυφή
Μεταφράσεις
επεξεργασία κορύφωση