κορυφώσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακορυφώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κορυφώνω
- θα κορυφώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κορυφώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίακορυφώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κορύφωση