κορυφώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κορυφώνω < ελληνιστική κοινή κορυφόω / κορυφῶ < αρχαία ελληνική κορυφή < κόρυς
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /koɾiˈfono/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐ρυ‐φώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίακορυφώνω (παθητική φωνή: κορυφώνομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- αποκορύφωμα
- αποκορυφωμένος
- αποκορυφώνω
- αποκορύφωση
- αποκορυφωτικός
- κορύφωμα
- κορυφωμένος
- κορύφωση
- → δείτε τη λέξη κορυφή
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κορυφώνω | κορύφωνα | θα κορυφώνω | να κορυφώνω | κορυφώνοντας | |
β' ενικ. | κορυφώνεις | κορύφωνες | θα κορυφώνεις | να κορυφώνεις | κορύφωνε | |
γ' ενικ. | κορυφώνει | κορύφωνε | θα κορυφώνει | να κορυφώνει | ||
α' πληθ. | κορυφώνουμε | κορυφώναμε | θα κορυφώνουμε | να κορυφώνουμε | ||
β' πληθ. | κορυφώνετε | κορυφώνατε | θα κορυφώνετε | να κορυφώνετε | κορυφώνετε | |
γ' πληθ. | κορυφώνουν(ε) | κορύφωναν κορυφώναν(ε) |
θα κορυφώνουν(ε) | να κορυφώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κορύφωσα | θα κορυφώσω | να κορυφώσω | κορυφώσει | ||
β' ενικ. | κορύφωσες | θα κορυφώσεις | να κορυφώσεις | κορύφωσε | ||
γ' ενικ. | κορύφωσε | θα κορυφώσει | να κορυφώσει | |||
α' πληθ. | κορυφώσαμε | θα κορυφώσουμε | να κορυφώσουμε | |||
β' πληθ. | κορυφώσατε | θα κορυφώσετε | να κορυφώσετε | κορυφώστε | ||
γ' πληθ. | κορύφωσαν κορυφώσαν(ε) |
θα κορυφώσουν(ε) | να κορυφώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κορυφώσει | είχα κορυφώσει | θα έχω κορυφώσει | να έχω κορυφώσει | ||
β' ενικ. | έχεις κορυφώσει | είχες κορυφώσει | θα έχεις κορυφώσει | να έχεις κορυφώσει | ||
γ' ενικ. | έχει κορυφώσει | είχε κορυφώσει | θα έχει κορυφώσει | να έχει κορυφώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κορυφώσει | είχαμε κορυφώσει | θα έχουμε κορυφώσει | να έχουμε κορυφώσει | ||
β' πληθ. | έχετε κορυφώσει | είχατε κορυφώσει | θα έχετε κορυφώσει | να έχετε κορυφώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κορυφώσει | είχαν κορυφώσει | θα έχουν κορυφώσει | να έχουν κορυφώσει |
|