Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κορυφώνω < ελληνιστική κοινή κορυφόω / κορυφῶ < αρχαία ελληνική κορυφή < κόρυς

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /koɾiˈfono/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐ρυ‐φώ‐νω

  Ρήμα επεξεργασία

κορυφώνω (παθητική φωνή: κορυφώνομαι)

  1. οδηγώ κάτι στο κορυφαίο, το ανώτατο σημείο του
  2. έρχομαι σε οργασμό

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία