Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κορῠθ-
ονομαστική κόρυς αἱ κόρυθες
      γενική τῆς κόρυθος τῶν κορύθων
      δοτική τῇ κόρυθ ταῖς κόρυσ(ν)
κορύθεσσι(ν)
    αιτιατική τὴν κόρυν
κόρυθ
τὰς κόρυθᾰς
     κλητική ! κόρυ κόρυθες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κόρυθε
γεν-δοτ τοῖν  κορύθοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κόρυς' όπως «κόρυς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κόρυς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ker- (ή ίσως από πελασγική λέξη)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κόρυς θηλυκό

  1. η περικεφαλαία, κράνος
  2. το κεφάλι

Συγγενικά επεξεργασία

  • κάρα
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

  Πηγές επεξεργασία