κόρυς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
κορῠθ- | |||||
ονομαστική | ἡ | κόρυς | αἱ | κόρυθες | |
γενική | τῆς | κόρυθος | τῶν | κορύθων | |
δοτική | τῇ | κόρυθῐ | ταῖς | κόρυσῐ(ν) & κορύθεσσι(ν) | |
αιτιατική | τὴν | κόρυν & κόρυθᾰ |
τὰς | κόρυθᾰς | |
κλητική ὦ! | κόρυ | κόρυθες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κόρυθε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | κορύθοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'κόρυς' όπως «κόρυς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κόρυς < *κόρυθς με απλοποίηση του τελικού συμπλέγματος (ΘΣ>Σ). Λόγω της ιδιαζούσης κλίσεως καθώς επίσης της δυσχέρειας αναγωγής σε γνωστή ΙΕ ρίζα, εικάζεται ότι πρόκειται περί πελασγικού στοιχείου του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος. Παραδοσιακά συνδέεται με την ΙΕ ρίζα *ker- του κέρας, ωστόσο αυτό δεν μπορεί να τεκμηριωθεί επαρκώς. Η προφανής παρουσία μιας ομάδας ιδιαζόντων λέξεων κόρυμβος, κορύνη, κορυνθεύς, κόρυνθος και κορυφή με κοινό αρκτικό στοιχείο το «κόρυ» προ πληθώρας προελληνικών καταλήξεων -μβος (τύμβος), -νθος/η (μίνθος/η), -φη/ος (κόλαφος), -ύνη (τορύνη) οδηγεί στην εικασία ότι είναι μη ΙΕ πελασγικά στοιχεία συγγενή δε με την τοπωνυμία Κόρινθος.[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίακόρυς θηλυκό
- η περικεφαλαία, κράνος
- το κεφάλι
Συγγενικά
επεξεργασία- κάρα
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Αναφορές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κόρυς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κόρυς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.