↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κορῠθ-
ονομαστική κόρυς αἱ κόρυθες
      γενική τῆς κόρυθος τῶν κορύθων
      δοτική τῇ κόρυθ ταῖς κόρυσ(ν)
κορύθεσσι(ν)
    αιτιατική τὴν κόρυν
κόρυθ
τὰς κόρυθᾰς
     κλητική ! κόρυ κόρυθες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κόρυθε
γεν-δοτ τοῖν  κορύθοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κόρυς' όπως «κόρυς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κόρυς < *κόρυθς με απλοποίηση του τελικού συμπλέγματος (ΘΣ>Σ). Λόγω της ιδιαζούσης κλίσεως καθώς επίσης της δυσχέρειας αναγωγής σε γνωστή ΙΕ ρίζα, εικάζεται ότι πρόκειται περί πελασγικού στοιχείου του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος. Παραδοσιακά συνδέεται με την ΙΕ ρίζα *ker- του κέρας, ωστόσο αυτό δεν μπορεί να τεκμηριωθεί επαρκώς. Η προφανής παρουσία μιας ομάδας ιδιαζόντων λέξεων κόρυμβος, κορύνη, κορυνθεύς, κόρυνθος και κορυφή με κοινό αρκτικό στοιχείο το «κόρυ» προ πληθώρας προελληνικών καταλήξεων -μβος (τύμβος), -νθος/η (μίνθος/η), -φη/ος (κόλαφος), -ύνη (τορύνη) οδηγεί στην εικασία ότι είναι μη ΙΕ πελασγικά στοιχεία συγγενή δε με την τοπωνυμία Κόρινθος.[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κόρυς θηλυκό

  1. η περικεφαλαία, κράνος
  2. το κεφάλι

Συγγενικά

επεξεργασία
  • κάρα
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

  Αναφορές

επεξεργασία