κόρυς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
κορῠθ- | |||||
ονομαστική | ἡ | κόρυς | αἱ | κόρυθες | |
γενική | τῆς | κόρυθος | τῶν | κορύθων | |
δοτική | τῇ | κόρυθῐ | ταῖς | κόρυσῐ(ν) & κορύθεσσι(ν) | |
αιτιατική | τὴν | κόρυν & κόρυθᾰ |
τὰς | κόρυθᾰς | |
κλητική ὦ! | κόρυ | κόρυθες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κόρυθε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | κορύθοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'κόρυς' όπως «κόρυς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κόρυς < *κόρυθς με απλοποίηση του τελικού συμπλέγματος (ΘΣ>Σ). Πιθανόν < μεσογειακό υπόστρωμα (προελληνική ). Παραδοσιακά συνδέεται με την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱer- [1][2] Συγγενή: 𐀒𐀬 (ko-ru).
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κόρυς θηλυκό
- (οπλισμός) η περικεφαλαία, κράνος
- (ανθρώπινο σώμα) το κεφάλι
Συγγενικά
επεξεργασία- κάρα
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ Reconstruction:Proto-Indo-European/ḱer- στο αγγλικό Βικιλεξικό
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία
- κόρυς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κόρυς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.