πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κορῠθ-
ονομαστική κόρυς αἱ κόρυθες
      γενική τῆς κόρυθος τῶν κορύθων
      δοτική τῇ κόρυθ ταῖς κόρυσ(ν)
& κορύθεσσι(ν)
    αιτιατική τὴν κόρυν
& κόρυθ
τὰς κόρυθᾰς
     κλητική ! κόρυ κόρυθες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κόρυθε
γεν-δοτ τοῖν  κορύθοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κόρυς' όπως «κόρυς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κόρυς < *κόρυθς με απλοποίηση του τελικού συμπλέγματος (ΘΣ>Σ). Πιθανόν < μεσογειακό υπόστρωμα (προελληνική ). Παραδοσιακά συνδέεται με την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱer- [1][2] Συγγενή: 𐀒𐀬 (ko-ru).

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κόρυς θηλυκό

  1. (οπλισμός) η περικεφαλαία, κράνος
  2. (ανθρώπινο σώμα) το κεφάλι

Συγγενικά

επεξεργασία
  • κάρα
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Reconstruction:Proto-Indo-European/ḱer- στο αγγλικό Βικιλεξικό
  2. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.