τορύνη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τορύνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίατορύνη θηλυκό
- (κουζινικά) κουτάλα
- ※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Αριστοφάνης, Ὄρνιθες, 76-79
- τοτὲ μὲν ἐρᾷ φαγεῖν ἀφύας Φαληρικάς·
τρέχω ʼπʼ ἀφύας λαβὼν ἐγὼ τὸ τρύβλιον.
ἔτνους δʼ ἐπιθυμεῖ, δεῖ τορύνης καὶ χύτρας·
τρέχω ʼπὶ τορύνη- Η όρεξη σαν τού ᾽ρθει / να φάει σαρδέλες του Φαλήρου, αρπάζω / μια σκουτέλα και τρέχω για σαρδέλες· / αν θέλει φάβα, χρειάζεται κουτάλα / κι ένα τσουκάλι· τρέχω για κουτάλα.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου @greek‑language.gr
- τοτὲ μὲν ἐρᾷ φαγεῖν ἀφύας Φαληρικάς·
- ※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Αριστοφάνης, Ὄρνιθες, 76-79
Πηγές
επεξεργασία- τορύνη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τορύνη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.