κουτάλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κουτάλα | οι | κουτάλες |
γενική | της | κουτάλας | — | |
αιτιατική | την | κουτάλα | τις | κουτάλες |
κλητική | κουτάλα | κουτάλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κουτάλα < κουτάλ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα -α < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουτάλα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακουτάλα θηλυκό
- (κουζινικά) οποιοδήποτε ξύλινο ή μεταλλικό σκεύος μοιάζει με μεγάλο κουτάλι
- (λαϊκότροπο) η ωμοπλάτη
- εξάρτημα χωματουργικού μηχανήματος που χρησιμοποιείται για την εκσκαφή και ανύψωση υλικού