Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουτάλα οι κουτάλες
      γενική της κουτάλας
    αιτιατική την κουτάλα τις κουτάλες
     κλητική κουτάλα κουτάλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουτάλα < κουτάλ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουτάλα
 
ξύλινη κουτάλα
 
κουτάλα για τη σούπα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κουτάλα θηλυκό

  1. (κουζινικά) οποιοδήποτε ξύλινο ή μεταλλικό σκεύος μοιάζει με μεγάλο κουτάλι
  2. (λαϊκότροπο) η ωμοπλάτη
  3. εξάρτημα χωματουργικού μηχανήματος που χρησιμοποιείται για την εκσκαφή και ανύψωση υλικού

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία