↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χουλιάρα οι χουλιάρες
      γενική της χουλιάρας
    αιτιατική τη χουλιάρα τις χουλιάρες
     κλητική χουλιάρα χουλιάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χουλιάρα < μεγεθυντικό του χουλιάρι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χουλιάρα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία