τζιορβάς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τζιορβάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική çorba < περσική شوربا (shōrbā: χυλός, χορτόσουπα, σούπα)
Ουσιαστικό επεξεργασία
τζιορβάς αρσενικό
- (γαστρονομία) (μεταφορικά) άλλη μορφή του τσορβάς
- ※ Οὕτως ἐκέρδισα καὶ τὸν Βελῆ πασᾶ. Ἔμειναν οἱ προεστοὶ ὅλοι «νεκροὶ» πλέον, χωρίς χουλιάρα. Τὴν χουλιάρα τὴν ἔλαβα ἐγώ, καὶ ἐπειδὴ ἦτον γλυκὸς ὁ τζιορβάς, ἄρχισα καὶ τὴν βαστοῦσα καλά, καὶ ὅποτε ἤθελα, τοὺς ἔδιδα ἀπὸ ὀλίγον νὰ ροφῄσουν καὶ αὐτοί. (Νικόλαος Κασομούλης, Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821–1833, εισαγωγή και σημειώσεις: Γιάννης Βλαχογιάννης, Χορηγία Παγκείου Επιτροπής, τ. 1, Αθήνα 1939, σελ. 318)
Μεταφράσεις επεξεργασία
τζιορβάς
|