χορτόσουπα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χορτόσουπα | οι | χορτόσουπες |
γενική | της | χορτόσουπας | — | |
αιτιατική | τη | χορτόσουπα | τις | χορτόσουπες |
κλητική | χορτόσουπα | χορτόσουπες | ||
Στα σύνθετα, η δύσχρηστη γενική πληθυντικού που θα έληγε σε -ών (όπως στην κλίση «θάλασσα») τείνει να κρατάει σταθερό τον τόνο (όπως στην κλίση «αρθρίτιδα») | ||||
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχορτόσουπα θηλυκό
- (γαστρονομία) σούπα που παρασκευάζεται από διάφορα βρώσιμα χορταρικά
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- χορτόσουπα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας