βρώσιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βρώσιμος | η | βρώσιμη | το | βρώσιμο |
γενική | του | βρώσιμου | της | βρώσιμης | του | βρώσιμου |
αιτιατική | τον | βρώσιμο | τη | βρώσιμη | το | βρώσιμο |
κλητική | βρώσιμε | βρώσιμη | βρώσιμο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βρώσιμοι | οι | βρώσιμες | τα | βρώσιμα |
γενική | των | βρώσιμων | των | βρώσιμων | των | βρώσιμων |
αιτιατική | τους | βρώσιμους | τις | βρώσιμες | τα | βρώσιμα |
κλητική | βρώσιμοι | βρώσιμες | βρώσιμα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βρώσιμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βρώσιμος
Επίθετο
επεξεργασίαβρώσιμος
- που μπορεί να φαγωθεί, που είναι κατάλληλος για τροφή
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαβρώσιμος, -ος, -ον
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη βιβρώσκω
Πηγές
επεξεργασία- βρώσιμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βρώσιμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.