Δείτε επίσης: βρόμα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ βρῶμᾰ τὰ βρώμᾰτ
      γενική τοῦ βρώμᾰτος τῶν βρωμᾰ́των
      δοτική τῷ βρώμᾰτ τοῖς βρώμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ βρῶμᾰ τὰ βρώμᾰτ
     κλητική ! βρῶμᾰ βρώμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βρώμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  βρωμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
βρῶμα < θέμα βρω- + -μα, όπως στο ρήμα βιβρώσκω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷerh₃- [1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βρῶμα ουδέτερο

  1. τροφή, φαγητό
  2. σκοροφαγωμένο
  3. πληγή
  4. κουφάλα (δοντιού)
  5. (στον πληθυντικό) βρομιά, ακαθαρσία, ρύπος
      καθαρίζον πάντα τὰ βρώματα (Κατά Μάρκον, 7.19)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. «βρώση» & ετυμολογικό πεδίο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.