↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκοροφαγωμένος η σκοροφαγωμένη το σκοροφαγωμένο
      γενική του σκοροφαγωμένου της σκοροφαγωμένης του σκοροφαγωμένου
    αιτιατική τον σκοροφαγωμένο τη σκοροφαγωμένη το σκοροφαγωμένο
     κλητική σκοροφαγωμένε σκοροφαγωμένη σκοροφαγωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκοροφαγωμένοι οι σκοροφαγωμένες τα σκοροφαγωμένα
      γενική των σκοροφαγωμένων των σκοροφαγωμένων των σκοροφαγωμένων
    αιτιατική τους σκοροφαγωμένους τις σκοροφαγωμένες τα σκοροφαγωμένα
     κλητική σκοροφαγωμένοι σκοροφαγωμένες σκοροφαγωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκοροφαγωμένος < σκόρος + -ο- + φαγωμένος

σκοροφαγωμένος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία