Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σκοροφαγωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σκοροφαγωμέν
ος
η
σκοροφαγωμέν
η
το
σκοροφαγωμέν
ο
γενική
του
σκοροφαγωμέν
ου
της
σκοροφαγωμέν
ης
του
σκοροφαγωμέν
ου
αιτιατική
τον
σκοροφαγωμέν
ο
τη
σκοροφαγωμέν
η
το
σκοροφαγωμέν
ο
κλητική
σκοροφαγωμέν
ε
σκοροφαγωμέν
η
σκοροφαγωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σκοροφαγωμέν
οι
οι
σκοροφαγωμέν
ες
τα
σκοροφαγωμέν
α
γενική
των
σκοροφαγωμέν
ων
των
σκοροφαγωμέν
ων
των
σκοροφαγωμέν
ων
αιτιατική
τους
σκοροφαγωμέν
ους
τις
σκοροφαγωμέν
ες
τα
σκοροφαγωμέν
α
κλητική
σκοροφαγωμέν
οι
σκοροφαγωμέν
ες
σκοροφαγωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σκοροφαγωμένος
<
σκόρος
+
-ο-
+
φαγωμένος
Μετοχή
επεξεργασία
σκοροφαγωμένος
που τον έχει
«
φάει
»
, τον έχει
καταστρέψει
ο
σκόρος
Συγγενικά
επεξεργασία
σκοροφάγωμα
→
δείτε
τις λέξεις
σκόρος
και
τρώω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σκοροφαγωμένος
γαλλικά
:
mité
(fr)
,
manger
(fr)
par les
mite
(fr)