σκοροφάγωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασκοροφάγωμα ουδέτερο
- η καταστροφή / φθορά που έχει προκαλέσει κάποιος σκόρος
Συγγενικά
επεξεργασία- σκοροφαγωμένος
- → δείτε τις λέξεις σκόρος και τρώω
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκοροφάγωμα
|