↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φαγωμένος η φαγωμένη το φαγωμένο
      γενική του φαγωμένου της φαγωμένης του φαγωμένου
    αιτιατική τον φαγωμένο τη φαγωμένη το φαγωμένο
     κλητική φαγωμένε φαγωμένη φαγωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φαγωμένοι οι φαγωμένες τα φαγωμένα
      γενική των φαγωμένων των φαγωμένων των φαγωμένων
    αιτιατική τους φαγωμένους τις φαγωμένες τα φαγωμένα
     κλητική φαγωμένοι φαγωμένες φαγωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φαγωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος τρώω & μετοχή παρακειμένου του ρήματος φαγώνομαι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fa.ɣoˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φα‐γω‐μέ‐νος

φαγωμένος, -η, -ο

  1. που έχει ήδη φάει
    ⮡  Ευχαριστώ, δεν θα πάρω τίποτα, είμαι φαγωμένος.
     αντώνυμα: αφάγωτος
  2. που τον έχουν φάει
  3. που έχει υποστεί φθορά, φθαρμένος
    ⮡  Το βιβλίο σου είναι φαγωμένο· δεν προσέχεις καθόλου!

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία