φαγωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φαγωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος τρώω & μετοχή παρακειμένου του ρήματος φαγώνομαι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fa.ɣoˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φα‐γω‐μέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασίαφαγωμένος, -η, -ο
- που έχει ήδη φάει
- που τον έχουν φάει
- που έχει υποστεί φθορά, φθαρμένος
- ⮡ Το βιβλίο σου είναι φαγωμένο· δεν προσέχεις καθόλου!
Σύνθετα
επεξεργασία- καλοφαγωμένος
- ποντικοφαγωμένος
- σκουληκοφαγωμένος
- σαρακοφαγωμένος
- Όροι με φαγωμένος — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)