Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φθαρμένος η φθαρμένη το φθαρμένο
      γενική του φθαρμένου της φθαρμένης του φθαρμένου
    αιτιατική τον φθαρμένο τη φθαρμένη το φθαρμένο
     κλητική φθαρμένε φθαρμένη φθαρμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φθαρμένοι οι φθαρμένες τα φθαρμένα
      γενική των φθαρμένων των φθαρμένων των φθαρμένων
    αιτιατική τους φθαρμένους τις φθαρμένες τα φθαρμένα
     κλητική φθαρμένοι φθαρμένες φθαρμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φθαρμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου φθείρω

  Μετοχή επεξεργασία

φθαρμένος, -η, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία