Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φθαρμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
φθαρμέν
ος
η
φθαρμέν
η
το
φθαρμέν
ο
γενική
του
φθαρμέν
ου
της
φθαρμέν
ης
του
φθαρμέν
ου
αιτιατική
τον
φθαρμέν
ο
τη
φθαρμέν
η
το
φθαρμέν
ο
κλητική
φθαρμέν
ε
φθαρμέν
η
φθαρμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
φθαρμέν
οι
οι
φθαρμέν
ες
τα
φθαρμέν
α
γενική
των
φθαρμέν
ων
των
φθαρμέν
ων
των
φθαρμέν
ων
αιτιατική
τους
φθαρμέν
ους
τις
φθαρμέν
ες
τα
φθαρμέν
α
κλητική
φθαρμέν
οι
φθαρμέν
ες
φθαρμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
φθαρμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
φθείρω
Μετοχή
επεξεργασία
φθαρμένος, -η, -ο
που έχει
φθαρεί
Συνώνυμα
επεξεργασία
εφθαρμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φθαρμένος
αγγλικά
:
used up
(en)
αγγλικά
:
worn
(en)
γαλλικά
:
usé
(fr)