↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σαρακοφαγωμένος η σαρακοφαγωμένη το σαρακοφαγωμένο
      γενική του σαρακοφαγωμένου της σαρακοφαγωμένης του σαρακοφαγωμένου
    αιτιατική τον σαρακοφαγωμένο τη σαρακοφαγωμένη το σαρακοφαγωμένο
     κλητική σαρακοφαγωμένε σαρακοφαγωμένη σαρακοφαγωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σαρακοφαγωμένοι οι σαρακοφαγωμένες τα σαρακοφαγωμένα
      γενική των σαρακοφαγωμένων των σαρακοφαγωμένων των σαρακοφαγωμένων
    αιτιατική τους σαρακοφαγωμένους τις σαρακοφαγωμένες τα σαρακοφαγωμένα
     κλητική σαρακοφαγωμένοι σαρακοφαγωμένες σαρακοφαγωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σαρακοφαγωμένος < σαράκ(ι) + -ο- + μετοχή φαγωμένος [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sa.ɾa.ko.fa.ɣoˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σα‐ρα‐κο‐φα‐γω‐μέ‐νος

σαρακοφαγωμένος, -η, -ο, μετοχή παθητικού παρακειμένου (μετοχή χωρίς ρήμα)

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις σαράκι και τρώω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σαρακοφαγωμένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. σαρακοφαγωμένοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)