σαρακοφαγωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sa.ɾa.ko.fa.ɣoˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐ρα‐κο‐φα‐γω‐μέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασίασαρακοφαγωμένος, -η, -ο, μετοχή παθητικού παρακειμένου (μετοχή χωρίς ρήμα)
- (για ξύλο) φαγωμένος, κατεστραμμένος από το σαράκι [2][3]
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις σαράκι και τρώω
Μεταφράσεις
επεξεργασία σαρακοφαγωμένος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σαρακοφαγωμένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ σαρακοφαγωμένος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)