σαρακοφάγωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σαρακοφάγωμα < σαρακοφαγωμένος
Ουσιαστικό επεξεργασία
σαρακοφάγωμα ουδέτερο
- διάσπαρτη μεγάλου βαθμού φθορά ξύλου ή άλλου αντικειμένου
Μεταφράσεις επεξεργασία
σαρακοφάγωμα
|
σαρακοφάγωμα ουδέτερο
|