Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαρακοφάγωμα τα σαρακοφαγώματα
      γενική του σαρακοφαγώματος των σαρακοφαγωμάτων
    αιτιατική το σαρακοφάγωμα τα σαρακοφαγώματα
     κλητική σαρακοφάγωμα σαρακοφαγώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαρακοφάγωμα < σαρακοφαγωμένος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαρακοφάγωμα ουδέτερο

  • διάσπαρτη μεγάλου βαθμού φθορά ξύλου ή άλλου αντικειμένου

  Μεταφράσεις επεξεργασία