σαράκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σαράκι | τα | σαράκια |
γενική | του | σαρακιού | των | σαρακιών |
αιτιατική | το | σαράκι | τα | σαράκια |
κλητική | σαράκι | σαράκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σαράκι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασαράκι ουδέτερο
- σκώρος
- μαράζι, θλίψη
- ※ Το σαράκι αντίς να την τρώει την έτρεφε - είχε γίνει δυο φορές πιο παχιά. (Μένης Κουμανταρέας, Το λουτρό)