μαράζι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μαράζι | τα | μαράζια |
γενική | του | μαραζιού | των | μαραζιών |
αιτιατική | το | μαράζι | τα | μαράζια |
κλητική | μαράζι | μαράζια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαράζι < (άμεσο δάνειο) τουρκική maraz (αρρώστια, ασθένεια) < αραβική مرض (marad) (αρρώστια, ασθένεια)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαράζι ουδέτερο
- ο καημός, ο διαρκής πόνος για κάποιον/κάτι που μας λείπει ή δεν το καταφέραμε
- Τον πήρε το μαράζι για τη Μαρία -Τον άφησε και το ‘βαλε μαράζι
- (παρωχημένο) η αρρώστια των φυτών
- Τα μαρούλια τα ‘πιασε το μαράζι