longing
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
longing | longings |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαlonging (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
Σύνθετα
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαlonging (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του long
Πηγές
επεξεργασία- longing - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 151, 243, 495. ISBN 9780194325684., λήμμα: άχτι, δίψα, λαχτάρα