chagrin
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
chagrin (en)
- απογοήτευση, θλίψη, στενοχώρια (πιθανόν λόγω μιας προσωπικής αποτυχίας)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
chagrin | chagrins |
chagrin (fr)
- η θλίψη, ο καημός, το ντέρτι, η στεναχώρια, η στενοχώρια, το μαράζι