στεναχώρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στεναχώρια | οι | στεναχώριες |
γενική | της | στεναχώριας | — | |
αιτιατική | τη | στεναχώρια | τις | στεναχώριες |
κλητική | στεναχώρια | στεναχώριες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στεναχώρια < στενοχώρια < (ελληνιστική κοινή) στενοχωρία (στενός χώρος - όταν δεν είμαστε άνετα σε στενό χώρο, έχουμε αίσθηση δυσφορίας, πιεζόμαστε, πρβλ. «δεν με χωράει ο τόπος...»)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστεναχώρια και στενοχώρια θηλυκό
- η δυσάρεστη συναισθηματική κατάσταση, η δυσφορία,η απογοήτευση, η δυσαρέσκεια, η θλίψη, η λύπη, η οδύνη πίκρα