στεναχωριέμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ste.na.xoɾˈʝe.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στε‐να‐χω‐ριέ‐μαι
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαστεναχωριέμαι
- παθητική φωνή του ρήματος στεναχωρώ, -είς, -εί...
- παθητική φωνή του ρήματος στεναχωράω, -άς, -άει...