• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

στενοχωριέμαι

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Προφορά
    • 1.2 Ρηματικός τύπος
      • 1.2.1 Άλλες μορφές

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ste.no.xoɾˈʝe.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός : στε‐νο‐χω‐ριέ‐μαι

Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

στενοχωριέμαι, π.αόρ.: στενοχωρήθηκα, μτχ.π.π.: στενοχωρημένος

  • παθητική φωνή του ρήματος στενοχωρώ: νιώθω λύπη, θλίψη

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • στεναχωριέμαι
  • στενοχωρούμαι (λογιότερο)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=στενοχωριέμαι&oldid=5660170"
Τελευταία επεξεργασία στις 21 Φεβρουαρίου 2023, στις 21:31

Γλώσσες

    • English
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 21 Φεβρουαρίου 2023, στις 21:31.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας