• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

στενοχωρία

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αρχαία ελληνικά (grc)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις

Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

στενοχωρία < στενοχωρέω

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

στενοχωρία θηλυκό

  1. στενός χώρος, στενότητα
  2. (μεταφορικά) στενοχώρια, δυσκολία, θλίψη, δυσχέρεια

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • στενόχωρος
  • στενοχωρέω
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=στενοχωρία&oldid=5273762"
Τελευταία επεξεργασία στις 25 Σεπτεμβρίου 2021, στις 12:08
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 25 Σεπτεμβρίου 2021, στις 12:08.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie