στενοχωρία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
στενοχωρῐᾱ- | |||||
ονομαστική | ἡ | στενοχωρίᾱ | αἱ | στενοχωρίαι | |
γενική | τῆς | στενοχωρίᾱς | τῶν | στενοχωριῶν | |
δοτική | τῇ | στενοχωρίᾳ | ταῖς | στενοχωρίαις | |
αιτιατική | τὴν | στενοχωρίᾱν | τὰς | στενοχωρίᾱς | |
κλητική ὦ! | στενοχωρίᾱ | στενοχωρίαι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στενοχωρίᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | στενοχωρίαιν | |||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στενοχωρία < στενοχωρ(έω) + -ία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστενοχωρία, -ας θηλυκό
- στενός χώρος, στενότητα
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 7, 49.2
- ταῖς τε ναυσὶν ἐν πελάγει καὶ οὐκ ἐν στενοχωρίᾳ, ἣ πρὸς τῶν πολεμίων μᾶλλόν ἐστι, τοὺς ἀγῶνας ποιήσονται, ἀλλ᾽ ἐν εὐρυχωρίᾳ, ἐν ᾗ τά τε τῆς ἐμπειρίας χρήσιμα σφῶν ἔσται καὶ ἀναχωρήσεις καὶ ἐπίπλους οὐκ ἐκ βραχέος καὶ περιγραπτοῦ ὁρμώμενοί τε καὶ καταίροντες ἕξουσιν.
- Το ναυτικό θα ναυμαχούσε σε ανοιχτή θάλασσα και όχι σε στενό χώρο που ευνοούσε τον αντίπαλο. Στην ευρυχωρία θα τους ήταν χρήσιμη η πείρα τους, επειδή δεν θα ήσαν αναγκασμένοι να κινούνται σε περιορισμένο μέρος.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- ταῖς τε ναυσὶν ἐν πελάγει καὶ οὐκ ἐν στενοχωρίᾳ, ἣ πρὸς τῶν πολεμίων μᾶλλόν ἐστι, τοὺς ἀγῶνας ποιήσονται, ἀλλ᾽ ἐν εὐρυχωρίᾳ, ἐν ᾗ τά τε τῆς ἐμπειρίας χρήσιμα σφῶν ἔσται καὶ ἀναχωρήσεις καὶ ἐπίπλους οὐκ ἐκ βραχέος καὶ περιγραπτοῦ ὁρμώμενοί τε καὶ καταίροντες ἕξουσιν.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 4, 30.2
- τῶν δὲ στρατιωτῶν ἀναγκασθέντων διὰ τὴν στενοχωρίαν τῆς νήσου τοῖς ἐσχάτοις προσίσχοντας ἀριστοποιεῖσθαι διὰ προφυλακῆς
- Εξαιτίας της στενοχώριας του τόπου, οι στρατιώτες αναγκάζονταν να κατεβαίνουν στις ακρογιαλιές της Σφακτηρίας για να τρώνε το φαΐ τους βάζοντας φρουρούς για προστασία.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- τῶν δὲ στρατιωτῶν ἀναγκασθέντων διὰ τὴν στενοχωρίαν τῆς νήσου τοῖς ἐσχάτοις προσίσχοντας ἀριστοποιεῖσθαι διὰ προφυλακῆς
- ※ 1ος πκε αιώνας ⌘ Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη Ἱστορική, 11, 15.4 @scaife.perseus
- Θεμιστοκλῆς δὲ συνεβούλευσε περὶ τὴν Σαλαμῖνα ποιεῖσθαι τὸν ἀγῶνα τῶν νεῶν· πολλὰ γὰρ πλεονεκτήσειν ἐν ταῖς στενοχωρίαις τοὺς ὀλίγοις σκάφεσι διαγωνιζομένους πρὸς πολλαπλασίας ναῦς.
- ≠ αντώνυμα: εὐρυχωρία
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 7, 49.2
- (μεταφορικά) στενοχώρια, δυσκολία, θλίψη, δυσχέρεια
- ※ 2ος πκε αιώνας, Επιγραφή από την Σηστό, (Akbaş). IK Sestos 1. OGIS 339, στίχος 103 (στίχοι 102-106) @epigraphy.packhum.org
- ἐπεὶ δὲ
β̣ουλόμενος διὰ τὴν ὑπάρχουσαν περὶ τὰ κοινὰ στενοχωρίαν χαρίζεσθαι καὶ ἐν τούτοις̣
τῆι πόλει ἀναδέχεται ἐκ τῶν ἰδίων τὸ ἀνήλωμα τὸ εἰς τὸν ἀνδριάντα, προνοηθήτωι
ἵνα ὡς κάλλιστος σταθῆι, ἀναγραψάτωι δὲ καὶ εἰς στήλην λευκοῦ λίθου τόδε τὸ ψήφισ̣-
μα καὶ στησάτωι εἰς τὸ γυμνάσιον.
- ἐπεὶ δὲ
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Καινή Διαθήκη, Προς Κορινθίους Β', 12.10
- διὸ εὐδοκῶ ἐν ἀσθενείαις, ἐν ὕβρεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν διωγμοῖς καὶ στενοχωρίαις, ὑπὲρ Χριστοῦ· ὅταν γὰρ ἀσθενῶ, τότε δυνατός εἰμι.
- ※ 2ος πκε αιώνας, Επιγραφή από την Σηστό, (Akbaş). IK Sestos 1. OGIS 339, στίχος 103 (στίχοι 102-106) @epigraphy.packhum.org
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις στενόω, στενός και χωρέω
Πηγές
επεξεργασία- στενοχωρία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στενοχωρία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.