↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στενόχωρος η στενόχωρη το στενόχωρο
      γενική του στενόχωρου της στενόχωρης του στενόχωρου
    αιτιατική τον στενόχωρο τη στενόχωρη το στενόχωρο
     κλητική στενόχωρε στενόχωρη στενόχωρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στενόχωροι οι στενόχωρες τα στενόχωρα
      γενική των στενόχωρων των στενόχωρων των στενόχωρων
    αιτιατική τους στενόχωρους τις στενόχωρες τα στενόχωρα
     κλητική στενόχωροι στενόχωρες στενόχωρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στενόχωρος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή στενόχωρος < αρχαία ελληνική : (στενός) < στενό- + χῶρος. [1]Συγκρίνετε με το στενάχωρος.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /steˈno.xo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στε‐νό‐χω‐ρος

  Επίθετο

επεξεργασία

στενόχωρος, -η, -ο [2]

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

θέμα με στενοχωρ- (ή και στεναχωρ-)

θέμα μόνο με στεναχωρ-

→ και δείτε τις λέξεις στενός και χώρος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. στενόχωρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «στενόχωρος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / στενόχωρος τὸ στενόχωρον
      γενική τοῦ/τῆς στενοχώρου τοῦ στενοχώρου
      δοτική τῷ/τῇ στενοχώρ τῷ στενοχώρ
    αιτιατική τὸν/τὴν στενόχωρον τὸ στενόχωρον
     κλητική ! στενόχωρε στενόχωρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ στενόχωροι τὰ στενόχωρ
      γενική τῶν στενοχώρων τῶν στενοχώρων
      δοτική τοῖς/ταῖς στενοχώροις τοῖς στενοχώροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς στενοχώρους τὰ στενόχωρ
     κλητική ! στενόχωροι στενόχωρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ στενοχώρω τὼ στενοχώρω
      γεν-δοτ τοῖν στενοχώροιν τοῖν στενοχώροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στενόχωρος < στενό- + χῶρος

  Επίθετο

επεξεργασία

στενόχωρος, -ος, -ο

Παράγωγα

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)