παραθετικά
θετικός awkward
συγκριτικός awkwarder / more awkward
υπερθετικός awkwardest / most awkward

  Ετυμολογία

επεξεργασία

awkward < awk + -ward

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈɔːk.wəd/ (ΗΒ)
ΔΦΑ : /ˈɔk.wɚd/ (ΗΠΑ)

  Επίθετο

επεξεργασία

awkward (en)

  1. άβολος, αμήχανος, στενόχωρος, που προκαλεί δυσάρεστα συναισθήμα
    ⮡  Things were a bit awkward at the party when her ex-boyfriend showed up.
    Ήταν λίγο άβολα τα πράγματα στο πάρτι όταν εμφανίστηκε το πρώην αγόρι της.
    ⮡  an awkward silence - μια στενόχωρη σιωπή
    ⮡  Everyone felt awkward when he came in.
    Όλοι νιώσαμε στενόχωρα όταν μπήκε μέσα.
  2. αδέξιος στις κινήσεις ή στη συμπεριφορά, δεν κινείται με εύκολο τρόπο
    ⮡  The penguin is awkward on land but an amazing swimmer in the water.
    Ο πιγκουίνος είναι αδέξιος στη ξηρά αλλά θαυμάσιος κολυμβητής στο νερό.