awkward
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | awkward |
συγκριτικός | awkwarder / more awkward |
υπερθετικός | awkwardest / most awkward |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαawkward (en)
- άβολος, αμήχανος, στενόχωρος, που προκαλεί δυσάρεστα συναισθήμα
- ↪ Things were a bit awkward at the party when her ex-boyfriend showed up.
- Ήταν λίγο άβολα τα πράγματα στο πάρτι όταν εμφανίστηκε το πρώην αγόρι της.
- ↪ an awkward silence - μια στενόχωρη σιωπή
- ↪ Everyone felt awkward when he came in.
- Όλοι νιώσαμε στενόχωρα όταν μπήκε μέσα.
- ↪ Things were a bit awkward at the party when her ex-boyfriend showed up.
- αδέξιος στις κινήσεις ή στη συμπεριφορά, δεν κινείται με εύκολο τρόπο
- ↪ The penguin is awkward on land but an amazing swimmer in the water.
- Ο πιγκουίνος είναι αδέξιος στη ξηρά αλλά θαυμάσιος κολυμβητής στο νερό.
- ↪ The penguin is awkward on land but an amazing swimmer in the water.
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- awkward - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 817. ISBN 9780194325684., λήμμα: στενόχωρος