αμήχανος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αμήχανος | η | αμήχανη | το | αμήχανο |
γενική | του | αμήχανου | της | αμήχανης | του | αμήχανου |
αιτιατική | τον | αμήχανο | την | αμήχανη | το | αμήχανο |
κλητική | αμήχανε | αμήχανη | αμήχανο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αμήχανοι | οι | αμήχανες | τα | αμήχανα |
γενική | των | αμήχανων | των | αμήχανων | των | αμήχανων |
αιτιατική | τους | αμήχανους | τις | αμήχανες | τα | αμήχανα |
κλητική | αμήχανοι | αμήχανες | αμήχανα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αμήχανος < αρχαία ελληνική ἀμήχανος < ἀ- στερητικό + μηχανή
Επίθετο
επεξεργασίααμήχανος -η -ο
- που καταλαμβάνεται από αμηχανία, που δεν ξέρει πώς να αντιδράσει σε μια δεδομένη στιγμή
- που είναι ενδεικτικός αμηχανίας
Μεταφράσεις
επεξεργασία αμήχανος