Δείτε επίσης: ἀμήχανος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμήχανος η αμήχανη το αμήχανο
      γενική του αμήχανου της αμήχανης του αμήχανου
    αιτιατική τον αμήχανο την αμήχανη το αμήχανο
     κλητική αμήχανε αμήχανη αμήχανο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμήχανοι οι αμήχανες τα αμήχανα
      γενική των αμήχανων των αμήχανων των αμήχανων
    αιτιατική τους αμήχανους τις αμήχανες τα αμήχανα
     κλητική αμήχανοι αμήχανες αμήχανα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αμήχανος < αρχαία ελληνική ἀμήχανος < ἀ- στερητικό + μηχανή

  Επίθετο

επεξεργασία

αμήχανος -η -ο

  1. που καταλαμβάνεται από αμηχανία, που δεν ξέρει πώς να αντιδράσει σε μια δεδομένη στιγμή
  2. που είναι ενδεικτικός αμηχανίας

  Μεταφράσεις

επεξεργασία