ἀμήχανος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀμήχανος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαἀμήχανος, -ος, -ον
- ανίσχυρος, αδύνατος, που δεν έχει πόρους
- ανίκανος, ανεπιτήδειος
- απραγματοποίητος, ακατόρθωτος
- ακαταμάχητος
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 83 ((83-85))
- αὐτὰρ ἐπεὶ δόλον αἰπὺν ἀμήχανον ἐξετέλεσσεν, | εἰς Ἐπιμηθέα πέμπε πατὴρ κλυτὸν Ἀργειφόντην | δῶρον ἄγοντα, θεῶν ταχὺν ἄγγελον·
- Κι αφού συμπλήρωσε το φοβερό το δόλο τον ακαταμάχητο, | έστειλε ο Πατέρας στον Επιμηθέα τον ξακουστό φονιά του Άργου | με το δώρο, τον ταχύ αγγελιαφόρο των θεών.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- αὐτὰρ ἐπεὶ δόλον αἰπὺν ἀμήχανον ἐξετέλεσσεν, | εἰς Ἐπιμηθέα πέμπε πατὴρ κλυτὸν Ἀργειφόντην | δῶρον ἄγοντα, θεῶν ταχὺν ἄγγελον·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Μήδεια, στίχ. 392 ((392-394))
- ἢ δ᾽ ἐξελαύνῃ ξυμφορά μ᾽ ἀμήχανος, | αὐτὴ ξίφος λαβοῦσα, κεἰ μέλλω θανεῖν, | κτενῶ σφε, τόλμης δ᾽ εἶμι πρὸς τὸ καρτερόν.
- Αν πάλι κάποια συμφορά ακαταμάχητη ορθωθεί εμπρός μου, | θα αδράξω το ξίφος και θα τους σκοτώσω, | ακόμα και αν είναι να πεθάνω. Θα φτάσω στο ακρότατο σημείο της τόλμης.
- Μετάφραση (2012): Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
- ἢ δ᾽ ἐξελαύνῃ ξυμφορά μ᾽ ἀμήχανος, | αὐτὴ ξίφος λαβοῦσα, κεἰ μέλλω θανεῖν, | κτενῶ σφε, τόλμης δ᾽ εἶμι πρὸς τὸ καρτερόν.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 83 ((83-85))
- ανώφελος, άχρηστος
- (για πράγματα) δύσκολος, αδύνατος
- πολύ μεγάλος, απέραντος
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 10, 608c
- Καὶ μήν, ἦν δ᾽ ἐγώ, τά γε μέγιστα ἐπίχειρα ἀρετῆς καὶ προκείμενα ἆθλα οὐ διεληλύθαμεν. Ἀμήχανόν τι, ἔφη, λέγεις μέγεθος, εἰ τῶν εἰρημένων μείζω ἐστὶν ἄλλα.
- Και όμως δεν μιλήσαμε ακόμα για τις πάρα πολύ μεγάλες ανταμοιβές και τα έπαθλα που ορίζονται για την αρετή. Πρέπει να ᾽ναι απίθανα μεγάλες, αν υπάρχουν άλλες μεγαλύτερες απ᾽ όσες αναφέραμε ήδη.
- Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
- Καὶ μήν, ἦν δ᾽ ἐγώ, τά γε μέγιστα ἐπίχειρα ἀρετῆς καὶ προκείμενα ἆθλα οὐ διεληλύθαμεν. Ἀμήχανόν τι, ἔφη, λέγεις μέγεθος, εἰ τῶν εἰρημένων μείζω ἐστὶν ἄλλα.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 10, 608c
- (για μεγέθη ή ένταση) ασύλληπτος, αδιανόητος
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Συμπόσιον, 218e ((218d-218e))
- Ὦ φίλε Ἀλκιβιάδη, κινδυνεύεις τῷ ὄντι οὐ φαῦλος εἶναι, εἴπερ ἀληθῆ τυγχάνει ὄντα ἃ λέγεις περὶ ἐμοῦ, καί τις ἔστ᾽ ἐν ἐμοὶ δύναμις δι᾽ ἧς ἂν σὺ γένοιο ἀμείνων· ἀμήχανόν τοι κάλλος ὁρῴης ἂν ἐν ἐμοὶ καὶ τῆς παρὰ σοὶ εὐμορφίας πάμπολυ διαφέρον.
- Φίλε Αλκιβιάδη, βρίσκεσαι πολύ κοντά, τωόντι, στο να έχεις γίνει αξιόλογος, αν συμβαίνει τα όσα λες για μένα ν᾽ ανταποκρίνονται στην αλήθεια, κι ότι έχω μέσα μου μια δύναμη, με την οποία θα μπορούσες να βελτιωθείς. Θα ᾽χεις ατενίσει κάποια ανείπωτη ωραιότητα μέσα μου, πολύ πολύ ανώτερη απ᾽ τη δική σου ομορφιά.
- Μετάφραση (2004): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος. @greek‑language.gr
- Ὦ φίλε Ἀλκιβιάδη, κινδυνεύεις τῷ ὄντι οὐ φαῦλος εἶναι, εἴπερ ἀληθῆ τυγχάνει ὄντα ἃ λέγεις περὶ ἐμοῦ, καί τις ἔστ᾽ ἐν ἐμοὶ δύναμις δι᾽ ἧς ἂν σὺ γένοιο ἀμείνων· ἀμήχανόν τοι κάλλος ὁρῴης ἂν ἐν ἐμοὶ καὶ τῆς παρὰ σοὶ εὐμορφίας πάμπολυ διαφέρον.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Συμπόσιον, 218e ((218d-218e))
- (για όνειρα) δυσερμήνευτος, ανεξήγητος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 560 ((560-561))
- «ξεῖν᾽, ἦ τοι μὲν ὄνειροι ἀμήχανοι ἀκριτόμυθοι | γίγνοντ᾽, οὐδέ τι πάντα τελείεται ἀνθρώποισι.
- «Ξένε, τα ονείρατα πολλά κι αμήχανα μας έρχονται, | όμως δεν βγαίνουν όλα αληθινά στον άνθρωπο.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- «ξεῖν᾽, ἦ τοι μὲν ὄνειροι ἀμήχανοι ἀκριτόμυθοι | γίγνοντ᾽, οὐδέ τι πάντα τελείεται ἀνθρώποισι.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 560 ((560-561))
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- ἀμήχανα ἔργα: στενοχώρια που δε βρίσκει γιατρειά ή βοήθεια
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 11 (Λ. Ἀγαμέμνονος ἀριστεία.), στίχ. 310 ((310-311))
- Ἔνθά κε λοιγὸς ἔην καὶ ἀμήχανα ἔργα γένοντο, | καί νύ κεν ἐν νήεσσι πέσον φεύγοντες Ἀχαιοί,
- Κακό τότε θα έβρισκε μεγάλο τους Αργείους | και θα ᾽φευγαν στα πλοία τους,
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- Ἔνθά κε λοιγὸς ἔην καὶ ἀμήχανα ἔργα γένοντο, | καί νύ κεν ἐν νήεσσι πέσον φεύγοντες Ἀχαιοί,
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 836 ((836-838))
- καί νύ κεν ἔπλετο ἔργον ἀμήχανον ἤματι κείνῳ, | καί κεν ὅ γε θνητοῖσι καὶ ἀθανάτοισιν ἄναξεν, | εἰ μὴ ἄρ᾽ ὀξὺ νόησε πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε·
- Και θα γινότανε κακό αγιάτρευτο τη μέρα εκείνη | και θα βασίλευε ο Τυφώνας στους αθάνατους και τους θνητούς, | αν γρήγορα δε το ᾽νιωθε ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- καί νύ κεν ἔπλετο ἔργον ἀμήχανον ἤματι κείνῳ, | καί κεν ὅ γε θνητοῖσι καὶ ἀθανάτοισιν ἄναξεν, | εἰ μὴ ἄρ᾽ ὀξὺ νόησε πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 11 (Λ. Ἀγαμέμνονος ἀριστεία.), στίχ. 310 ((310-311))
- ἀμήχανόν ἐστι: είναι αδύνατο
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 175 ((175-177))
- ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν | ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν | ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ.
- Αδύνατο όμως είναι να γνωρίσεις | την ψυχή, τις ιδέες και τη γνώμη ενός ανθρώπου, | πριν δοκιμαστεί στην εξουσία επάνω και στους νόμους.
- Μετάφραση (1940): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν | ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν | ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 175 ((175-177))
Πηγές
επεξεργασία- ἀμήχανος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀμήχανος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.