απέραντος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απέραντος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπέραντος < στερητικό α- + πέρας
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈpe.ɾan.dos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πέ‐ρα‐ντος
Επίθετο
επεξεργασίααπέραντος, -η, -ο
- τόσο μεγάλος που μοιάζει σαν να μην τελειώνει πουθενά
- ⮡ απέραντη μοναξιά, απέραντη θλίψη
- ※ Η Αθήνα είναι ένα απέραντο σπίτι. Κάθε άνθρωπος, σαν βγει απ' το καβούκι του απαντά άλλον άνθρωπο, και μιλούν. Εκφράζουν δέντρα, ήλιο. (Γιώργος Σαραντάρης, Η Αθήνα είναι ένα απέραντο σπίτι, 1939)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη πέρας