vast
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | vast |
συγκριτικός | vaster / more vast |
υπερθετικός | vastest / most vast |
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
vast (en)
- τεράστιος, πελώριος, υπερμεγέθης, αχανής, απέραντος
- ↪ A vast part of the Amazon rainforest was destroyed by the fires in 2019.
- Ένα τεράστιο μέρος του τροπικού δάσους του Αμαζόνιου καταστράφηκε από τις πυρκαγιές το 2019.
- ↪ A vast part of the Amazon rainforest was destroyed by the fires in 2019.
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
vast | vasts |
vast (en)
- (λογοτεχνικό) το διάστημα
Επεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- vast - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.
- vast - Cambridge Dictionary online