massive
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαmassive (en)
- συμπαγής, που είναι πολύ μεγάλος, πυκνός και αδιαπέραστος
- ⮡ a massive body - συμπαγές σώμα
- τεράστιος, πελώριος, εκτεταμένος, ογκώδης, πολύ μεγάλος
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
massive | massives |
massive (fr)