συμπαγής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | συμπαγής | η | συμπαγής | το | συμπαγές |
γενική | του | συμπαγούς* | της | συμπαγούς | του | συμπαγούς |
αιτιατική | τον | συμπαγή | τη | συμπαγή | το | συμπαγές |
κλητική | συμπαγή(ς) | συμπαγής | συμπαγές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | συμπαγείς | οι | συμπαγείς | τα | συμπαγή |
γενική | των | συμπαγών | των | συμπαγών | των | συμπαγών |
αιτιατική | τους | συμπαγείς | τις | συμπαγείς | τα | συμπαγή |
κλητική | συμπαγείς | συμπαγείς | συμπαγή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συμπαγής < αρχαία ελληνική συμπαγής < σύν + πήγνυμι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sim.baˈʝis/
Επίθετο
επεξεργασίασυμπαγής, -ής, -ές
- που τα επιμέρους στοιχεία του είναι στενά ενωμένα μεταξύ τους, σε πυκνή διάταξη και χαμηλή έως ανύπαρκτη διαπερατότητα
- (μεταφορικά) που έχει στενή σύνδεση των επιμέρους τμημάτων του, με ομοιογένεια και δύσκολη διάσπαση