Δείτε επίσης: Στενή

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

στενή θηλυκό

  1. (αργκό) η φυλακή
    τον χώσανε στη στενή
    έκανε δυο χρόνια στη στενή
  2. (αργκό) το κρατητήριο

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία