πάγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πάγος | οι | πάγοι |
γενική | του | πάγου | των | πάγων |
αιτιατική | τον | πάγο | τους | πάγους |
κλητική | πάγε | πάγοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πάγος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πάγος < πήγνυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peh₂ǵ- (προσκολλώ, συνάπτω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpa.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πά‐γος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπάγος αρσενικό
- η στερεά μορφή που παίρνει το νερό, όταν ψυχθεί σε θερμοκρασία κάτω των 0 βαθμών Κελσίου
- ⮡ Η κατάψυξη του ψυγείου έχει μαζέψει πολύ πάγο.
- η παγωμένη επιφάνεια ενός υδάτινου όγκου
- ⮡ καλλιτεχνικό πατινάζ πάνω στον πάγο
- μια μικρή ή μεγάλη μάζα πάγου
- ⮡ Πίνει το ποτό του με πάγο.
- οτιδήποτε γίνεται αισθητό ως πολύ παγωμένο
- ⮡ Η θάλασσα είναι πάγος.
- o παγετός, το έντονο ψύχος, η παγωνιά
- ⮡ Οι οδηγοί να είναι προσεκτικοί, διότι το πρωί θα έχει πάγο στους δρόμους.
- (μεταφορικά) ο ψυχρός άνθρωπος
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
παγ-
παγ-
και
Δείτε επίσης
επεξεργασία- πάγος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία πάγος
Πηγές
επεξεργασία- πάγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πάγος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
πᾰγο- | |||||
ονομαστική | ὁ | πάγος | οἱ | πάγοι | |
γενική | τοῦ | πάγου | τῶν | πάγων | |
δοτική | τῷ | πάγῳ | τοῖς | πάγοις | |
αιτιατική | τὸν | πάγον | τοὺς | πάγους | |
κλητική ὦ! | πάγε | πάγοι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πάγω | |||
γεν-δοτ | τοῖν | πάγοιν | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πάγος < θέμα πᾱγ- του ρήματος πήγνυμι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπάγος, -ου αρσενικό
- βράχος
- παγετός
- το αλάτι που βρίσκουμε στις αλυκές μετά την εξάτμιση του θαλασσινού νερού
- θρόμβος αίματος, το πηγμένο αίμα
Παράγωγα
επεξεργασίακαι
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
επεξεργασία- πάγος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πάγος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Πηγές
επεξεργασία- πάγος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πάγος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.