Άρειος Πάγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Άρειος Πάγος | ||
γενική | του | Άρειου Πάγου & Αρείου Πάγου | ||
αιτιατική | τον | Άρειο Πάγο | ||
κλητική | Άρειε Πάγε | |||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Άρειος Πάγος < αρχαία ελληνική Ἄρειος Πάγος (βραχώδης λόφος του θεού Άρη) → δείτε τις λέξεις Ἄρειος και πάγος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈa.ɾi.os ˈpa.ɣos/
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΆρειος Πάγος αρσενικό, μόνο στον ενικό
- λόφος στην αρχαία Αθήνα
- (νομικός όρος, ιστορία) δικαστήριο στην αρχαία Αθήνα
- (νομικός όρος) ανώτατο νεοελληνικό δικαστήριο
- (ιστορία, πολιτική) σώμα γερουσίας στην «Ανατολική Χέρσο Ελλάδα»
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις Άρης και πάγος