αρεοπαγίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρεοπαγίτης < Άρειος Πάγος + -ίτης
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ɾe.o.paˈʝi.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ρε‐ο‐πα‐γί‐της
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρεοπαγίτης αρσενικό (θηλυκό αρεοπαγίτισσα)
- (νομικός όρος) ο ανώτατος δικαστής, αυτός που είναι μέλος του Αρείου Πάγου
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρεοπαγίτης
|