λόφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | λόφος | οι | λόφοι |
γενική | του | λόφου | των | λόφων |
αιτιατική | τον | λόφο | τους | λόφους |
κλητική | λόφε | λόφοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λόφος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λόφος[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈlo.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λό‐φος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλόφος αρσενικό
- (γεωγραφία) ύψωμα χαμηλότερο από βουνό, με ύψος μικρότερο των 300 μέτρων
- ※ στους λόφους του Βοσπόρου δεν υπάρχουν ελιές, ενώ τα κωνοφόρα είναι λιγοστά. Τους σκεπάζει ένα πυκνό χαλί από δέντρα όλων των ειδών. Βελανιδιές, καστανιές, συκιές, οξιές, λεύκες, μανόλιες, φτελιές, και φλαμουριές σκεπάζουν τους λόφους και τις κοιλάδες φτάνοντας μέχρι το νερό (Αλέξανδρος Μασσαβέτας, Κωνσταντινούπολη. Η πόλη των απόντων, εκδ. Πατάκης, 2016)
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λόφος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ λόφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | λόφος | οἱ | λόφοι |
γενική | τοῦ | λόφου | τῶν | λόφων |
δοτική | τῷ | λόφῳ | τοῖς | λόφοις |
αιτιατική | τὸν | λόφον | τοὺς | λόφους |
κλητική ὦ! | λόφε | λόφοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λόφω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | λόφοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαλόφος < λέπω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλόφος, -ου αρσενικό
- (ανατομία, ανθρώπινο σώμα, για άνθρωπο) το πίσω μέρος του αυχένα, σβέρκος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘Σοφοκλής, Ἀντιγόνη, 292 (στίχοι 291-292)
- οὐδ᾽ ὑπὸ ζυγῷ | λόφον δικαίως εἶχον, ὡς στέργειν ἐμέ.
- κι ούτε εννοούσαν στο ζυγό να σκύψουν | τον τράχηλο, όπως απαιτεί το δίκιο, και να με στρέγουν·
- Μετάφραση (1940): Ιωάννης Γρυπάρης @greek‑language.gr
- οὐδ᾽ ὑπὸ ζυγῷ | λόφον δικαίως εἶχον, ὡς στέργειν ἐμέ.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘Σοφοκλής, Ἀντιγόνη, 292 (στίχοι 291-292)
- τράχηλος υποζυγίου
- (για άλογο) χαίτη
- (για τον πετεινό) λειρί
- το λοφίο της περικεφαλαίας
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 22 (χ. Μνηστήρων φόνος.), στίχ. 124 (στίχοι 122-124)
- αὐτὸς δ᾽ ἀμφ᾽ ὤμοισι σάκος θέτο τετραθέλυμνον, | κρατὶ δ᾽ ἐπ᾽ ἰφθίμῳ κυνέην εὔτυκτον ἔθηκεν, | ἵππουριν, δεινὸν δὲ λόφος καθύπερθεν ἔνευεν·
- Μετά στους ώμους πέρασε σάκος τετράδιπλο, φόρεσε | στο περήφανο κεφάλι περικεφαλαία με αλογίσια ουρά, | που η φούντα της στην κορυφή ανεμίζοντας φοβέριζε,
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- αὐτὸς δ᾽ ἀμφ᾽ ὤμοισι σάκος θέτο τετραθέλυμνον, | κρατὶ δ᾽ ἐπ᾽ ἰφθίμῳ κυνέην εὔτυκτον ἔθηκεν, | ἵππουριν, δεινὸν δὲ λόφος καθύπερθεν ἔνευεν·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 171.4
- καὶ γὰρ ἐπὶ τὰ κράνεα λόφους ἐπιδέεσθαι Κᾶρές εἰσι οἱ καταδέξαντες
- το να προσδένουν δηλαδή οι Έλληνες στις περικεφαλαίες τους λοφία, είναι οι Κάρες που τους το έμαθαν·
- Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- καὶ γὰρ ἐπὶ τὰ κράνεα λόφους ἐπιδέεσθαι Κᾶρές εἰσι οἱ καταδέξαντες
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια), 76.1
- πρὸς δὲ τοῖσι κράνεσι ὦτά τε καὶ κέρεα προσῆν βοὸς χάλκεα, ἐπῆσαν δὲ καὶ λόφοι· τὰς δὲ κνήμας ῥάκεσι φοινικέοισι κατειλίχατο.
- και φορούσε στο κεφάλι χάλκινο κράνος που επάνω του είχαν κολλήσει χάλκινα αυτιά και κέρατα βοδιών και το σκέπαζε λοφίο· τις κνήμες των ποδιών τους τις είχαν τυλιγμένες με λωρίδες κόκκινο ύφασμα.
- Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- πρὸς δὲ τοῖσι κράνεσι ὦτά τε καὶ κέρεα προσῆν βοὸς χάλκεα, ἐπῆσαν δὲ καὶ λόφοι· τὰς δὲ κνήμας ῥάκεσι φοινικέοισι κατειλίχατο.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 22 (χ. Μνηστήρων φόνος.), στίχ. 124 (στίχοι 122-124)
- το λοφίο του πετεινού ή άλλων πουλιών
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας Σιμωνίδης ο Κείος, ΚΑΤΕΥΧΑΙ, απόσπασμα 538
- χρὴ κορυδαλλίσι | πάσηισιν ἐμφῦναι λόφον
- Κάθε κορυδαλλός | δεν μπορεί παρά να έχει λοφίο.
- Μετάφραση: Ι. Ν. Καζάζης, @greek-language.gr
- χρὴ κορυδαλλίσι | πάσηισιν ἐμφῦναι λόφον
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ὄρνιθες, στίχ. 279
- ἕτερος αὖ λόφον κατειληφώς τις ὄρνις οὑτοσί.
- Κι άλλο εκεί πουλί· νά, παίρνει το λοφίο και κάθεται.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- ἕτερος αὖ λόφον κατειληφώς τις ὄρνις οὑτοσί.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 1178 (1177-1178)
- ὥσπερ ξουθὸς ἱππαλεκτρυὼν | τοὺς λόφους σείων·
- σαν αλογοκόκορας | σειώντας τα λοφία·
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- ὥσπερ ξουθὸς ἱππαλεκτρυὼν | τοὺς λόφους σείων·
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας Σιμωνίδης ο Κείος, ΚΑΤΕΥΧΑΙ, απόσπασμα 538
- η ράχη ενός βουνού, λόφος βουνού
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 6, 5.7
- καὶ ἐξαίφνης ὁρῶσι τοὺς πολεμίους ὑπερβάλλοντας κατὰ λόφους τινὰς ἐκ τοῦ ἐναντίου, τεταγμένους ἐπὶ φάλαγγος ἱππέας τε πολλοὺς καὶ πεζούς·
- Μα ξαφνικά βλέπουν τους εχθρούς που περνούσαν κάτι λόφους από την απέναντι μεριά, δηλαδή πολλούς ιππείς και πεζούς παραταγμένους για μάχη.
- Μετάφραση (1981): Γεώργιος Δ. Ζευγώλης. Αθήνα:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- καὶ ἐξαίφνης ὁρῶσι τοὺς πολεμίους ὑπερβάλλοντας κατὰ λόφους τινὰς ἐκ τοῦ ἐναντίου, τεταγμένους ἐπὶ φάλαγγος ἱππέας τε πολλοὺς καὶ πεζούς·
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 6, 5.7
- (για ανθρώπους) κοτσίδα, πλεξούδα μαλλιών, λοφίο από μαλλιά στο κεφάλι
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 175.1
- τὸ δὲ παρὰ τὴν θάλασσαν ἔχονται τὸ πρὸς ἑσπέρης Μάκαι, οἳ λόφους κείρονται, τὸ μὲν μέσον τῶν τριχῶν ἀνιέντες αὔξεσθαι, τὰ δὲ ἔνθεν καὶ ἔνθεν κείροντες ἐν χροΐ, ἐς δὲ τὸν πόλεμον στρουθῶν καταγαίων δορὰς φορέουσι προβλήματα.
- αλλά απ᾽ τη μεριά της θάλασσας, αμέσως ύστερ᾽ απ᾽ αυτούς, προς τα δυτικά, ζουν οι Μάκες, που κουρεύονται έτσι που να ᾽χουν λοφίο στο κεφάλι: αφήνουν τις τρίχες που είναι γύρω στην κορυφή να μεγαλώνουν και ξυρίζουν τις γύρω γύρω σύρριζα· και στον πόλεμο φορούν μπροστά στο στήθος τους για προστασία τομάρια στρουθοκαμήλων.
- Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- τὸ δὲ παρὰ τὴν θάλασσαν ἔχονται τὸ πρὸς ἑσπέρης Μάκαι, οἳ λόφους κείρονται, τὸ μὲν μέσον τῶν τριχῶν ἀνιέντες αὔξεσθαι, τὰ δὲ ἔνθεν καὶ ἔνθεν κείροντες ἐν χροΐ, ἐς δὲ τὸν πόλεμον στρουθῶν καταγαίων δορὰς φορέουσι προβλήματα.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 175.1
- (για μεγάλα ψάρια) το πτερύγιο της ράχης
Συγγενικά
επεξεργασία- ἀερσίλοφος
- αἰπύλοφος
- ἀκρόλοφος
- ἄλλοφος
- ἀμφίλοφος
- ἀργίλοφος
- γεώλοφος
- γήλοφος
- δίλοφος
- δοχμόλοφος
- δύσλοφος
- ἑπτάλοφος
- εὔλοφος
- ἱππόλοφος
- λευκόλοφος
- λοφεῖον
- λόφη
- λοφηφόρος
- λοφίας
- λοφίδιον: υποκοριστικό του λόφος
- λοφίζω
- λόφιον
- λοφίς
- λοφόεις
- λοφόομαι
- λοφοποιός
- λοφοπωλέω
- λοφορρώξ
- λόφουρος
- λοφοφόρος
- λοφοώδης
- λοφόωσις
- λοφώδης
- λόφωσις
- λοφωσός
- λοφωτός
- περισσόλοφος
- πυρσόλοφοι
- σεισόλοφος
- τανήλοφος
- τρίλοφος
- ὑπέρλοφος
- ὑψίλοφος
- χαλκόλοφος
- χρυσόλοφος
Εκφράσεις
επεξεργασία- λόφος ὑακινθοβαφής: περσική περικεφαλαία
- ὑπὸ ζυγῷ λόφον ἔχω: είμαι υποταγμένος, υπακούω υπομονετικά
- Χῖος λόφος: είδος κουρέματος σύμφωνα με το οποίο ξύριζαν το μεσαίο κομμάτι των τριχών στην κορυφή του κεφαλιού
Πηγές
επεξεργασία- λόφος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λόφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.