λόφος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | λόφος | οι | λόφοι |
γενική | του | λόφου | των | λόφων |
αιτιατική | τον | λόφο | τους | λόφους |
κλητική | λόφε | λόφοι | ||
όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- λόφος < αρχαία ελληνική λόφος[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈlo.fos/
- συλλαβισμός : λό‐φος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
λόφος αρσενικό
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
λόφος
Επεξεργασία
- ↑ «λόφος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
λόφος < λέπω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
λόφος αρσενικό