βελανιδιά
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βελανιδιά | οι | βελανιδιές |
γενική | της | βελανιδιάς | των | βελανιδιών |
αιτιατική | τη | βελανιδιά | τις | βελανιδιές |
κλητική | βελανιδιά | βελανιδιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βελανιδιά < βελανίδ(ι) + -ιά
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ve.la.niˈðʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βε‐λα‐νι‐διά
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
βελανιδιά θηλυκό και βαλανιδιά
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- Βελανιδιά (τοπωνύμιο)
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
βελανιδιά
|
ΠηγέςΕπεξεργασία
- βαλανιδιά, βελανιδιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.