βελανιδιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βελανιδιά | οι | βελανιδιές |
γενική | της | βελανιδιάς | των | βελανιδιών |
αιτιατική | τη | βελανιδιά | τις | βελανιδιές |
κλητική | βελανιδιά | βελανιδιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βελανιδιά < βελανίδ(ι) + -ιά
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ve.la.niˈðʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βε‐λα‐νι‐διά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβελανιδιά θηλυκό και βαλανιδιά
- (δέντρο) Quercus ψηλό κι αιωνόβιο δέντρο πεδινών ή ορεινών περιοχών με σκληρά φύλλα
- ※ στους λόφους του Βοσπόρου δεν υπάρχουν ελιές, ενώ τα κωνοφόρα είναι λιγοστά. Τους σκεπάζει ένα πυκνό χαλί από δέντρα όλων των ειδών. Βελανιδιές, καστανιές, συκιές, οξιές, λεύκες, μανόλιες, φτελιές, και φλαμουριές σκεπάζουν τους λόφους και τις κοιλάδες φτάνοντας μέχρι το νερό (Αλέξανδρος Μασσαβέτας, Κωνσταντινούπολη. Η πόλη των απόντων, εκδ. Πατάκης, 2016)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- Βελανιδιά (τοπωνύμιο)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βελανιδιά
|
Πηγές
επεξεργασία- βαλανιδιά, βελανιδιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας